-
1 ἐκδέχομαι
I mostly of persons,1 take or receive from another,οἵ οἱ σάκος ἐξεδέχοντο Il.13.710
;Ὀρέστην ἐξεδεξάμην πατρί A.Ch. 762
; of a beacon-fire,τρίτον Ἀθῷον αἶπος..ἐξεδέξατο Id.Ag. 285
; ἐ. τὴν αἰτίαν take it on oneself, D.19.37.2 of a successor,ἐ. τὴν βασιληΐην Hdt.1.26
, etc.: freq. with acc. omitted, ἐξεδέξατο Σαδυάττης (sc. τὴν βασιληΐην) S. succeeded, ib.16, cf. 103,al. ; παῖς παρὰ πατρὸς ἐκδεκόμενος τὴν ἀρχήν, [τὴν τέχνην], Id.1.7,2.166 ; so ἐκδεξάμενοι (sc. τὴν μάχην) Id.7.211.3 take up the argument,ὥσπερ σφαῖραν ἐ. τὸν λόγον Pl.Euthd. 277b
; ἐκδεξάμενος (sc. τὸν λόγον) ;ὁ μὲν πρῶτος εἰπὼν..ὁ δ' ἐκδεξάμενος D.18.21
.4 wait for, expect,κεῖνον ἐνθάδ' ἐ. S.Ph. 123
;ἐλέφαντας Plb.3.45.6
;ἀλλήλους 1 Ep.Cor.11.33
; ἐ. μεθ' ἡσυχίας ἕως.. D.H.6.67 ; πότε.. Tryph.l.c.: abs., wait, ἕως.. POxy.1673.8 (ii A.D.).5 take or understand in a certain sense,οὕτω δὴ τὴν ἀσωτίαν ἐκδεχόμεθα Arist.EN 1120a3
;τοὺς λόγους Plb.10.18.12
;πρὸς τὸ συμφέρον D.S.14.56
.II of events, await, τοὺς Σκύθας..ἐξεδέξατο οὐκ ἐλάσσων πόνος Hdt.4.1
; ἐ. [ αὐτοὺς]περίοδος τῆς λίμνης μακρή Id.1.185
.2 of contiguous countries, come next, ἀπὸ ταύτης (sc. τῆς Περσικῆς)ἐ. Ἀσσυρίη Id.4.39
, cf. 99, Peripl.M. Rubr.27.3 in Archit., support,καμάραν D.S.18.26
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκδέχομαι
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский